- αλλοιώτικος
- η , ο1) иной, не такой, другой;
αλλοιώτικο σε βλέπω σήμερα — сегодня ты мне кажешься другим;
2) необычный, особенный; своеобразный; странный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλλοιώτικο σε βλέπω σήμερα — сегодня ты мне кажешься другим;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλλοιωτικός — ή, ό (Α ἀλλοιωτικός, ή, όν) [ἀλλοιῶ] αυτός που μπορεί να επιφέρει αλλοίωση, μεταβολή … Dictionary of Greek
αλλοιώτικος — η, ο βλ. αλλιώτικος … Dictionary of Greek
ἀλλοιωτικά — ἀλλοιωτικός transformative neut nom/voc/acc pl ἀλλοιωτικά̱ , ἀλλοιωτικός transformative fem nom/voc/acc dual ἀλλοιωτικά̱ , ἀλλοιωτικός transformative fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοιωτικῶν — ἀλλοιωτικός transformative fem gen pl ἀλλοιωτικός transformative masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοιωτικόν — ἀλλοιωτικός transformative masc acc sg ἀλλοιωτικός transformative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοιωτικαί — ἀλλοιωτικός transformative fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοιωτικοῖς — ἀλλοιωτικός transformative masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοιωτικοῦ — ἀλλοιωτικός transformative masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοιωτικᾷ — ἀλλοιωτικός transformative fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοιωτικῆς — ἀλλοιωτικός transformative fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοιωτικῇ — ἀλλοιωτικός transformative fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)